- ἐνιππεύω
- ἐνιππ-εύω,A ride in,
χωρίον ἐπιτήδεον ἐνιππεῦσαι Hdt.6.102
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωρίον ἐπιτήδεον ἐνιππεῦσαι Hdt.6.102
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενιππεύω — ἐνιππεύω (Α) [ιππεύω] ιππεύω σ έναν τόπο, κάνω ιππασία κάπου, χρησιμοποιώ ιππικό («ἐπιτηδεότατον χωρίον ἐνιππεῡσαι», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἐνιππεῦσαι — ἐνιππεύω ride in aor inf act ἐνιππεύω ride in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιππεύσας — ἐνιππεύσᾱς , ἐνιππεύω ride in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐνιππεύσᾱς , ἐνιππεύω ride in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιππάζομαι — ἐνιππάζομαι (Α) [ιππάζομαι] ενιππεύω («ἐπιτήδειον ἐνιππάσασθαι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek